BY: Βίκυ Κυριαζή
Σε έναν κόσμο που ο διαχωρισμος προσωπικής και δημόσιας (ή δημοσιοποιημένης) σφαίρας δεδομένων είναι ολοένα και πιο δύσκολος, το μεγάλο στοίχημα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, συνδέεται άμεσα με την ψυχολογική διαχείριση της έννοιας του χώρου. Πόσο χώρο αφήνουμε εμείς στους άλλους να μπουν, να δουν, να μάθουν για προσωπικά μας ζητήματα; Πόσο ασφαλείς νιώθουμε με το να μοιραζόμαστε και πόσο δύσκολο είναι να περιορίσουμε την πρόσβαση στις προσωπικές μας πληροφορίες σε μια ολόκληρη κοινωνία που καθόλου δεν ενδιαφέρεται επί της ουσίας αλλά ασταμάτητα ψάχνει να βρει τρόπο να «τρυπώσει» στις ζωές μας;
Κάνονες, νόμοι, διαβουλεύσεις, ενημερώσεις, αλλαγές, ποινές, σπουδές… ολόκληρη φιλοσοφία, μια νέα επιστήμη πάνω στα προσωπικά δεδομένα, ένας νέος τρόπος να σκεφτόμαστε και να ενεργούμε. Κι όμως, παντού και πάντα στο πιο μικρό κοινωνικό κύτταρο κάθε πολιτισμού και εποχής, σε κάθε οικογένεια, υπάρχουν ρητοί και άρρητοι κανόνες σχετικά με το σεβασμό και την παραβίαση του προσωπικού χώρου των μελών από άλλα μέλη. Ας γνωρίζουμε, λοιπόν, κάποια δεδομένα που σχετίζονται κυρίως με τις εξελικτικές φάσεις του παιδιού στην πορεία του να γίνει ένας νέος ενήλικας που θα δώσει και στον έξω κόσμο το στίγμα του σε σχέση με την ιδιωτικότητά του.
Κι όμως…ο κύκλος των δεδομένων που θέλουμε να προστατεύσουμε, που θεωρούμε ότι μόνο εμείς ή κάποιος με αυστηρή και ρητή άδεια από εμάς επιτρέπεται να έχει πρόσβαση, από τις πρώτες μέρες της ζωής μας ανοίγει σταδιακά και βρίσκεται σε συνεχή διαπραγμάτευση μέχρι τουλάχιστον την ενηλικίωσή μας. Έτσι, το μωράκι που στην αρχή δυσκολεύεται να αντιληφθεί και τα όρια του σωματός του ως δικά του, πολύ σύντομα έχει αποκτήσει άποψη για το χώρο του, προσκαλεί τους γονείς του στην κοντινότητα, δίνει και παίρνει και μοιράζεται παιχνίδια, μετά αρχίζει να παίζει με άλλους αλλά σιγά σιγά να δυσφορεί όταν κάποιος πειράζει τα παιχνίδια του, αρχίζει να τα κρύβει, βρίσκει τις προσωπικές γωνιές του στο σπίτι, όπου «τρυπώνει» για να φτιάξει φωλίτσες. Έπειτα, το μικρό παιδί, πηγαίνοντας σχολείο, αναπτύσσει μια σχεδόν ασυγκράτητη τάση και αγωνία να μοιραστεί με φίλους, συγγενείς και δασκάλους κάθε λεπτομέρεια της καθημερινής του ζωής, με αφηγήσεις, με ανακοινώσεις, με υπερβολές ίσως… είναι η φάση που και τα οικογενειακά δεδομένα εύκολα «βγαίνουν στη φόρα» θα λέγαμε. Στο τέλος της πρώτης σχολικής ηλικίας και ακουμπώντας την προεφηβεία, η τάση αυτή περιορίζεται δραματικά και η ανάγκη για ιδιωτικότητα περνάει μέσα από προσωπικά σημειώματα και κωδικοποιημένα μηνύματα που ανταλλάσσονται με φίλους και φίλες από το σχολικό χώρο, σκοντάφτει πάνω σε κλειστές πόρτες εφηβικών δωματίων, καταγράφεται σε προσωπικά ημερολόγια που αποκτούν αξία «Βίβλου» για το παιδί και πολυτιμότατη πηγή πληροφοριών για τους γονείς όσον αφορά την κοινωνική και ψυχική πραγματικότητα του παιδιού τους…. Χμμμμ….
Σε αυτήν τη φάση της εφηβείας, λοιπόν, και στη σημασία που έχουν σημειώματα, ημερολόγια, μηνύματα στα τηλέφωνα και στο facebook κλπ κρύβεται μια μεγάλη πηγή οικογενειακών συγκρούσεων… Ο λόγος για τον οποίον τηρούνται από τους μεν (εφήβους), είναι ο λόγος για τον οποίον παραβιάζονται από τους δε (γονείς). Ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται… ‘Ότι τα παιδιά γράφουν για να προστατεύσουν «τα μυστικά τους» και οι γονείς αναζητούν να έχουν πλήρη γνώση του τι συμβαίνει, τι βιώνουν τα παιδιά τους, από τι κινδυνεύουν… είναι όμως έτσι; Τι «κερδίζουν» οι έφηβοι με το να μιλούν σχεδόν συνωμοτικά στο τηλέφωνο με φίλους, με το να κλειδώνουν πόρτες δωματίων, με το να κρατούν προσωπικό ημερολόγιο;
Οι έφηβοι, σπάνια γράφουν ή απομονώνονται για να κρύψουν κάτι. Όταν συμβαίνει κάτι εξαιρετικά σοβαρό, τα παιδιά συνήθως αντιδρούν με συμπεριφορές ακραίας μυστικότητας. Στην εφηβεία, τα παιδιά θέλουν χώρο και χρόνο να εξοικειωθούν με νέες δεξιότητες, με τη νέα τους εξωτερική εμφάνιση, προσπαθούν να κάνουν μια νέα «συμφωνία» με τον εαυτό τους που αλλάζει. Η διαπραγμάτευση αυτή, τους εκπαιδεύει να αναλαμβάνουν την ευθύνη του εαυτού τους, να διαφοροποιούνται από τους γονείς και να βάζουν τα δικά τους όρια, να διεκδικούν την αυτονομία τους. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ο έφηβος έχει καθήκον να προστατεύσει το χώρο του, πολύ απλά γιατί προσπαθεί να μεγαλώσει… Η ανάγκη αυτή για ιδιωτικότητα, καταπατάται από τον έλεγχο των γονέων , οι οποίοι, με καλές προθέσεις μεν, προκαλούν τοξικές αντιδράσεις στους εφήβους, που απαντούν με τη σειρά τους με νέα πιο αυστηρά όρια μπαίνοντας έτσι σε έναν φαύλο κύκλο που τροφοδοτείται από την έλλειψη εμπιστοσύνης κι από τις δύο πλευρές.
Οι ειδικοί υποστηρίζουν, ότι «ο πιο σίγουρος τρόπος να εξασφαλίσεις ότι δε θα μάθεις ποτέ, τίποτα ΓΙΑ το παιδί σου ΑΠΟ το παιδί σου, είναι να παραβιάσεις τα όρια που θέτει σχετικά με την προστασία του προσωπικού του χώρου». Πώς όμως σε έναν κόσμο, όπου περισσότερο από ποτέ τα παιδιά κινδυνεύουν, όπου με τις νέες τεχνολογίες η ασφάλεια τους είναι εν πολλοίς ακάλυπτη και όπου ο καθένας μπορεί να τα προσεγγίσει για οποιονδήποτε σκοπό άμεσα και εύκολα, ο γονιός θα αντισταθεί να «ψάξει» περαιτέρω τη ζωή του παιδιού του; Είναι οι γονείς αδιάκριτοι; Είναι υπερ-προστατευτικοί; Είναι λογικοί; Η ερώτηση-κλειδί εδώ είναι η εξής: «Τι ψάχνουν οι γονείς»; Τι «ψάχνουν» οι γονείς κρυφακούγοντας, ανοίγοντας απροειδοποίητα πόρτες και διαβάζοντας ημερολόγια, μηνύματα και προφίλ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης των παιδιών τους; Αν ρωτήσουμε τους γονείς θα δηλώσουν ότι το πιο κοινό τους κίνητρο είναι να μάθουν πράγματα για τη ζωή του παιδιού τους που το ίδιο δεν τους λέει. ΊΣΩΣ δεν τους λέει. Ουσιαστικά αναζητούν πληροφορίες που δεν ξέρουν καν ότι υπάρχουν, σχεδόν πάντα δεν ξέρουν καν τι ψάχνουν… Θέλουν πληροφορίες… Δηλαδή, θέλουν πληροφορίες που ίσως το παιδί δεν έχει μοιραστεί μαζί τους ή πληροφορίες που ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ! Ακόμη κι έτσι, το να έχει κάποιος διάφορες πληροφορίες για τη ζωή του παιδιού του, είναι διαφορετικό από το να του πει το παιδί τι συμβαίνει στη ζωή του. Στη μια περίπτωση οι πληροφορίες είναι προϊόν υποκλοπής, στην άλλη προϊόν εμπιστοσύνης. Δεν είναι όμως μόνο θέμα διαδικασίας. Θεωρούμε δεδομένο ότι σε σχέσεις γονέα-παιδιού που υπάρχει στοιχειώδης εμπιστοσύνη και επικοινωνία, ο έλεγχος του πού, με ποιον είναι και πότε θα γυρίσει ένας έφηβος σπίτι δεν είναι θέμα σύγκρουσης και η πληροφορία δίνεται με ειλικρίνεια. Από εκεί και πέρα, τα θέματα συζήτησης της παρέας των παιδιών δεν πρέπει να ακολουθούν λίγο πολύ τους κανόνες διακριτικότητας και ιδιωτικότητας των συζητήσεων των ενηλίκων; Πολλές φορές οι γονείς μαθαίνουν με το να παραβιάσουν μηνύματα και ημερολόγια των παιδιών τους πληροφορίες, που είτε παρερμηνεύουν, είτε τους είναι εντελώς άχρηστες χωρίς διευκρινίσεις. Και πώς θα μπουν στη διαδικασία να συζητήσουν πάνω σε αυτό με τα παιδιά χωρίς να αποκαλύψουν πώς έλαβαν γνώση; Εκεί ακριβώς οι έρευνες απαντούν ότι οι έφηβοι που αντιλαμβάνονται την κίνηση παραβίασης από τους γονείς τους, αντί να δώσουν εξηγήσεις, το βιώνουν ως προσωπική προδοσία, δε δέχονται καμία δικαιολογία σχετικά με την ανησυχία για την ασφάλειά τους και λαμβάνουν μέτρα ολοκληρωτικού αποκλεισμού του γονέα από τις πληροφορίες. Συνήθως σταματούν τελείως να γράφουν, κλείνουν ή κάνουν τελείως απόρρητη την πρόσβαση στα προφίλ τους στα κοινωνικά δίκτυα και κρατούν τους φίλους τους μακριά από το σπίτι. Αλλά, ακόμη και σε περιπτώσεις που δε γίνεται αντιληπτή η παραβίαση από το παιδί, δεν είναι αρκετή απόδειξη μη εμπιστοσύνης στη σχέση γονέα-παιδιού το ότι οι γονείς κινητοποιούνται να ψάξουν επειδή το παιδί τους τούς «κρύβει» πράγματα;
Οι απαντήσεις των ερευνών σχετικά με τα κίνητρα των γονέων πάντως είναι διαφορετικές. Με το να παραβιάζουν την ιδιωτικότητα των παιδιών τους, οι γονείς προσπαθούν να ανακουφιστούν και συνήθως να επιβεβαιώσουν ότι ΔΕΝ υπάρχει κάτι ανησυχητικό, εκπαιδεύοντας οι ίδιοι τον εαυτό τους σε αυτήν τη μεθοδολογία που εκθέτει σε ισχυρό και υπαρκτό κίνδυνο αποδόμησης τη σχέση εμπιστοσύνης και την καλή επικοινωνία με τα παιδιά τους.
Οι γονείς που μπαίνουν σε αυτήν τη διαδικασία χωρίς να συντρέχουν ισχυρές ενδείξεις ότι κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει, είναι η συντριπτική πλειοψηφία και οι ίδιοι χαρακτηρίζονται από χαμηλή ανοχή στην αβεβαιότητα, υψηλά επίπεδα άγχους σε περισσότερους τομείς της ζωής τους και χαμηλή εμπιστοσύνη στις γονεϊκές τους ικανότητες. Αυτό που σε πολύ πρώιμο στάδιο της σχέσης γονέα-παιδιού καλλιεργείται, είναι η εμπιστοσύνη, η διακριτικότητα, η εκμάθηση δεξιοτήτων αυτοπροστασίας του παιδιού σε σχέση με τα προσωπικά και οικογενειακά δεδομένα που μοιράζεται με τον έξω κόσμο και ο σεβασμός των ορίων απ’όλες τις πλευρές. Αυτό, αν και πρακτικά στις μικρές ηλικίες δεν έχει τη βαρύτητα που έχει στην εφηβεία, η εκπαίδευση του παιδιού από μικρό σε συνθήκες σεβασμού και αυτοσεβασμού (χτύπημα πόρτας όταν μπαίνουμε στο χώρο του, ερώτηση πριν πειράξουμε τα πράγματά του, διακριτικότητα στο τι μοιραζόμαστε με συγγενείς και φίλους -και ίσως όλο το διαδίκτυο- σε σχέση με τα «κατορθώματα» ή τις αδυναμίες του παιδιού μας), μας δίνει την ελπίδα ότι στη δύσκολη φάση της εφηβείας, η επικοινωνία γονέα-παιδιού μπορεί να γίνεται με όρους ασφαλείς και διαφανείς για όλους και για την ίδια τη σχέση.